Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευφορ*
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
ευφόρβιον το.
  • Είδος φυτού:
    • ευφορβίου κόκκους ς´ (Ιερακοσ. 39025).

[μτγν. ουσ. ευφόρβιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευφορία 1 η [eforía] Ο25 : η ιδιότητα του εύφορου, πλούσια παραγωγή: H ~ της γης.

[λόγ. < ελνστ. εὐφορία, αρχ. σημ.: `δύναμη υπομονής΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευφορία 2 η : συναίσθημα μεγάλης ψυχικής ευεξίας, ψυχική ευφορία· (πρβ. δυσφορία): H αρχική αισιοδοξία και ~ έδωσε αργότερα τη θέση της στην περίσκεψη και στη δυσαρέσκεια. Όταν πίνει κρασί νιώθει ~. || (ψυχιατρ.) υπερβολικό συναίσθημα ψυχικής και σωματικής ευεξίας, που προκαλείται από διάφορες ψυχικές ασθένειες ή από ναρκωτικές ουσίες: Bρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας.

[λόγ. < ελνστ. εὐφορία `αίσθηση ανακούφισης σε αρρώστια΄ σημδ. γαλλ. euphorie < ελνστ. εὐφορία]

[Λεξικό Κριαρά]
εύφορος, επίθ.
  • (Προκ. για άνεμο) ευνοϊκός:
    • (Βέλθ. 1305).

[αρχ. επίθ. εύφορος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύφορος -η -ο [éforos] Ε5 : που παράγει ή που μπορεί να παράγει άφθονους καρπούς, που είναι γόνιμος, παραγωγικός: H γη της Mακεδονίας είναι εύφορη. Tο έδαφος της θεσσαλικής πεδιάδας είναι εύφορο. ~ κάμπος. Εύφορο χώμα. Εύφορη χώρα.

[λόγ. < αρχ. εὔφορος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες