Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευφάνταστος -η -ο [efándastos] Ε5 : που έχει μεγάλη φαντασία: ~ καλλιτέχνης. || συνήθ. ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που πλάθει με τη φαντασία του ιστορίες οι οποίες δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα: Kάποιοι ευφάνταστοι δημοσιογράφοι δημιούργησαν θόρυβο για ένα ανύπαρκτο ζήτημα. Δεν μπορείς να βασιστείς στη μαρτυρία μερικών ευφάνταστων παιδιών.
[λόγ. < ελνστ. εὐφάνταστος]