Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευυπόληπτος, επίθ.
-
- Που έχει καλή υπόληψη, αξιότιμος:
- την φιλίαν σου την καλήν και ευυπόληπτόν σου (Λίβ. N 3572).
- Το ουδ. ως ουσ. = η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια:
- (Λίβ. Sc. 2975).
[αρχ. επίθ. ευυπόληπτος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει καλή υπόληψη, αξιότιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευυπόληπτος -η -ο [evipóliptos] Ε5 : που τον υπολήπτονται, που τον εκτιμούν όλοι για το ήθος του. ANT ανυπόληπτος: ~ πολίτης. Ευυπόληπτη οικογένεια. Ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας. || φερέγγυος: ~ έμπορος. Ευυπόληπτη εταιρεία.
[λόγ. ευ- υποληπ- (υπολήπτομαι) -τος (διαφ. το αρχ. εὐυπόληπτος `που μπορεί να τον σηκώσουν εύκολα΄)]