Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτύχημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευτύχημα το [eftíxima] Ο49 : γεγονός πολύ ευχάριστο, περίπτωση ή σύμπτωση πολύ ευνοϊκή, στις εκφράσεις το ~ είναι / είναι ~ (ότι)… ANT το δυστύχημα είναι / είναι δυστύχημα (ότι)…: Tο ~ είναι ότι σώθηκαν όλοι οι ναυαγοί. Ήταν ~ που δεν πούλησα το σπίτι / που είχε τόσο καλούς δασκάλους. Δεν επικράτησε η άποψή του, και ήταν ~. έχω το ~ να…, έχω την ευτυχία να…

[λόγ. < αρχ. εὐτύχημα]

[Λεξικό Κριαρά]
ευτύχημα(ν) το.
  • 1) Ευτύχημα, ευτυχές γεγονός:
    • Μάννα, … έχω τούτο ευτύχημα, ότι ηύρηκα εσένα (Λόγ. παρηγ. O 270).
  • 2)
    • α) Ευτυχία:
      • ημέραν ευτυχήματος ποτέ ουδέν με δείχνει (ενν. η τύχη) (Λόγ. παρηγ. O 80
    • β) καλοτυχία, τύχη:
      • (Βίος Αλ. 3562).

[αρχ. ουσ. ευτύχημα. Η λ. (‑α) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες