Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτυχώς [eftixós] επιρρ. τροπ. : (ως έκφραση χαράς, ικανοποίησης) για καλή τύχη, κατά καλή τύχη. ANT δυστυχώς: ~ δεν έχασα το τρένο. ~ πέτυχα στις εξετάσεις. Έφτασες στην ώρα σου; - Nαι ~ / ~ ναι.
[λόγ. < αρχ. εὐτυχῶς `με καλή τύχη΄ σημδ. γαλλ. heureusement]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτυχώς, επίρρ.
-
- 1) Με καλή τύχη, με ευτυχία:
- (Μεταξά, Επιστ. 46).
- 2) Με επιτυχία:
- ανδραγαθούντες ευτυχώς, αείποτε νικώντες (Βίος Αλ. 2701).
[αρχ. επίρρ. ευτυχώς. Η λ. και σήμ.]
- 1) Με καλή τύχη, με ευτυχία: