Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτρεπίζω [eftrepízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ., σπάν.) ευπρεπίζω.
[λόγ. < ελνστ. εὐτρεπίζω `ετοιμάζω΄, εὐτρεπίζομαι `ετοιμάζω για δική μου χρήση΄ σημδ. γαλλ. parer, se parer]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτρεπίζω· φτρεπίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Ετοιμάζω κ.:
- ο ξενοδόχος παρευθύς τον δείπνον ευτρεπίζει (Φλώρ. 1234)·
- β) τακτοποιώ, ρυθμίζω:
- (Διγ. Gr. 568), (Δωρ. Μον.XXXI).
- α) Ετοιμάζω κ.:
- 2)
- α) Διακοσμώ, στολίζω κ.:
- όλον τον ναόν ευτρέπισε και τον ελάμπρυνε … με διάφορας εικόνας (Ιστ. πατρ. 19722· Ιμπ. 874)·
- β) καλλωπίζω, περιποιούμαι κάπ.:
- Ας ευτρεπίσει την μορφήν, το κάλλος του προσώπου (Φλώρ. 963).
- α) Διακοσμώ, στολίζω κ.:
- 3) Εφοδιάζω, εξοπλίζω:
- είμεσθεν με άρματα ευτρεπισμένοι και ενικήσαμεν πόλεις και κάστρη (Διγ. Άνδρ. 38338).
- 4) Διαμορφώνω κ. σε κ.:
- κτίζει το μοναστήριν, συντόμως το ευτρέπισεν μέγαν αγιαστήριν (Ιμπ. (Legr.) 664).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- α) είμαι έτοιμος:
- (Καλλίμ. 1904)·
- β) ετοιμάζομαι:
- ηυτρέπισαν ίνα τον αποβγάλουν (Διγ. Esc. 464).
- α) είμαι έτοιμος:
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) ετοιμάζομαι:
- (Βίος Αλ. 3802), (Έκθ. χρον. 543).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = έτοιμος:
- άριστον πολυτελή είχεν ευτρεπισμένον (Φλώρ. 308).
[αρχ. ευτρεπίζω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- I. Ενεργ.