Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτράπελος, επίθ.· ευτράπηλος.
-
- Ευκίνητος, επιδέξιος:
- (Ερμον. Δ 107).
[αρχ. επίθ. ευτράπελος. Η λ. και σήμ.]
- Ευκίνητος, επιδέξιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτράπελος -η -ο [eftrápelos] Ε5 : για κτ. που είναι αστείο, που προκαλεί γέλιο: Ευτράπελες ιστορίες / διηγήσεις. || (μειωτ.) για κπ. ή για κτ. που είναι γελοίο, που δεν αξίζει να το λάβει κανείς σοβαρά υπόψη: Mε τα καμώματά του έχει καταντήσει ~. Mας είπε ότι δήθεν υπηρετεί το κοινωνικό σύνολο και πολλά άλλα ευτράπελα.
[λόγ. < αρχ. εὐτράπελος]