Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτελής, επίθ.
-
- α) Φτωχός, ταπεινός:
- τους ευτελείς και ταπεινούς πάλιν να αγαπούσιν (Φλώρ. 165)·
- β) ευτελής, ασήμαντος, ανάξιος λόγου:
- αγράμματός ειμί … και μοναχός των ευτελών (Προδρ. ΙV 26).
[αρχ. επίθ. ευτελής. Η λ. και σήμ.]
- α) Φτωχός, ταπεινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτελής -ής -ές [eftelís] Ε10 : 1.για κτ. του οποίου η ποιότητα είναι πολύ χαμηλή· φτηνός2: Ο λευκοσίδηρος είναι ευτελές μέταλλο. Ευτελέστατα προϊόντα που όμως κοστίζουν πανάκριβα. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που χαρακτηρίζεται από πνευματική ή ψυχική κατωτερότητα, για κπ. ή για κτ. που είναι πρόστυχο, χυδαίο: Xρησιμοποίησε ευτελή μέσα για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του / για να ανεβεί κοινωνικά. Ευτελείς πράξεις. Ευτελή κίνητρα. Είναι πολύ ~ (άνθρωπος).
[λόγ. < αρχ. εὐτελής]