Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευσυνείδητος, επίθ.
-
- Που συναισθάνεται τα καθήκοντά του:
- (Δούκ. 4052).
[μτγν. επίθ. ευσυνείδητος. Η λ. και σήμ.]
- Που συναισθάνεται τα καθήκοντά του:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευσυνείδητος -η -ο [efsiníδitos] Ε5 : 1.που ενεργεί σύμφωνα με τις επιταγές της ηθικής του συνείδησης, με αποτέλεσμα να εκτελεί το καθήκον του με επιμέλεια, με ενδιαφέρον και με εντιμότητα. ANT ασυνείδητος1α: Είναι ~ υπάλληλος / τεχνίτης / γιατρός / δάσκαλος. Ένας ~ οδηγός δε θα εγκατέλειπε αβοήθητο το θύμα του. 2. για έργο ή για ενέργεια που έχει γίνει με επιμέλεια, ενδιαφέρον και εντιμότητα: Έκανε μια πολύ ευσυνείδητη δουλειά.
ευσυνείδητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. εὐσυνείδητος `με καθαρή συνείδηση, τίμιος΄ σημδ. γαλλ. consciencieux]