Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευσυγκινησία η [efsinginisía] Ο25 : η ιδιότητα του ευσυγκίνητου: Οι ηλικιωμένοι / οι ευαίσθητοι άνθρωποι έχουν αυξημένη ~.
[λόγ. ευσυγκί νη(τος) -σία]