Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευστόμαχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευστόμαχος, επίθ.
  • Εύπεπτος:
    • εύνοστα και ευστόμαχα άπαντά μου τα μέλη (Διήγ. παιδ. 477).

[μτγν. επίθ. ευστόμαχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες