Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευστοχώ [efstoxó] Ρ10.9α : ANT αστοχώ. 1. πετυχαίνω το στόχο μου: Ο σκοπευτής δεν ευστόχησε. || (αθλ.): Nα δούμε αν ο παίκτης θα ευστοχήσει στη δεύτερη βολή. 2. (μτφ.) πετυχαίνω το σκοπό μου, ενεργώ ή εκφράζομαι με εύστοχο τρόπο.
[λόγ. < ελνστ. εὐστοχῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευστοχώ.
-
- Πετυχαίνω το στόχο, χτυπώ ακριβώς κ.:
- Αν ευστοχείς εις το πουλίν ως εις εμέ σαγίταν (Λίβ. Sc. 85).
[μτγν. ευστοχέω. Η λ. και σήμ.]
- Πετυχαίνω το στόχο, χτυπώ ακριβώς κ.: