Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευσταλής -ής -ές [efstalís] Ε10 : (λόγ.) που έχει ωραίο παράστημα· λεβεντόκορμος: Οι ευσταλείς εύζωνοι της προεδρικής φρουράς.
[λόγ. < αρχ. εὐσταλής]