Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευσταθής -ής -ές [efstaθís] Ε10 : που δε χάνει εύκολα την ισορροπία του, που έχει ευστάθεια. ANT ασταθής1: Ευσταθές πλοίο, που δεν κλυδωνίζεται ή που δεν ανατρέπεται εύκολα. (φυσ.) ~ ισορροπία*.
[λόγ. < αρχ. εὐσταθής]