Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευσπλαγχνικός, επίθ.· ευσπλαχνικός.
-
- Σπλαχνικός, στοργικός:
- ήτουνα ευσπλαγχνικόν του Σίλβιου τ’ άξιον χέρι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1306]· Βελλερ., Επιστ. 5433).
[<επίθ. εύσπλαγχνος + κατάλ. ‑ικός. Ο τ. και σήμ.]
- Σπλαχνικός, στοργικός: