Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευσπλαγχνικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευσπλαγχνικά, επίρρ.· ευσπλαχνικά· σπλαγχνικά.
  • Από οίκτο, από συμπόνια:
    • σπλαγχνικά εδάκρυσεν και ελυπήθηκέ την (Γαδ. διήγ. 305).

[<επίθ. ευσπλαγχνικός. Ο τ. ευσπλαχνικά, καθώς και τ. σπλαχνικά, και σήμ. Η λ. και ο τ. σπλαγχνικά στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες