Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευσεβής, επίθ.· ευσεβός.
-
- 1) Ευσεβής, θεοσεβής· ευλαβής:
- ανθρώπους … ευσεβούς, χριστιανούς την πίστιν (Φλώρ. 37).
- 2) Άγιος, θείος, ιερός:
- (Διγ. O 606), (Ασσίζ. 40625).
- 3) (Ως επίθ. ή προσφών. υψηλών προσώπων) σεβαστός:
- ευσεβείς μου γαρ δεσπόται (Ερμον. Α 344).
- Το αρσ. ως ουσ. = χριστιανός:
- (Λίμπον. 228).
[αρχ. επίθ. ευσεβής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευσεβής, θεοσεβής· ευλαβής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευσεβής -ής -ές [efsevís] Ε10 : α.που τον κατέχουν συναισθήματα πίστης, υποταγής και αγάπης για το Θεό. ANT ασεβής: ~ άνθρωπος / χριστιανός / λαός. ~ προσκυνητής, ευλαβής. β. που ταιριάζει στον ευσεβή άνθρωπο: ~ ζωή. (έκφρ.) ευσεβείς πόθοι, ανομολόγητες και απραγματοποίητες επιθυμίες, και ειρωνικά, όταν αναφερόμαστε σε σχέδια, συνήθ. αντιπάλων μας, τα οποία δεν επιθυμούμε να πραγματοποιηθούν: H κάθοδος στο Aιγαίο ήταν πάντοτε ευσεβείς πόθοι των γειτόνων μας.
(λόγ.) ευσεβώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὐσεβής, εὐσεβῶς]