Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευσέβεια η [efsévia] Ο27 : η ιδιότητα του ευσεβούς, ο σεβασμός προς το θείο. ANT ασέβεια: Είναι γνωστή η ~ του ελληνικού λαού. Οι όσιοι τιμήθηκαν από την εκκλησία για την ευσέβειά τους.
[λόγ. < αρχ. εὐσέβεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευσέβεια η· ευσεβειά.
-
- 1) Ευσέβεια, θεοσέβεια:
- (Χρον. Μορ. P 117), (Ιστ. Βλαχ. 2662).
- 2) (Περιληπτ.)
- α) χριστιανοσύνη:
- ο Δον Καρτσίας δεν έστελνεν βοήθειαν ποσώς της ευσεβείας (Αχέλ. 552)·
- β) ορθόδοξοι, ορθοδοξία:
- υιός της εκκλησίας της ανατολικής λοιπόν, στύλος της ευσεβείας (Παλαμήδ., Βοηβ. 1024).
- α) χριστιανοσύνη:
- 3) Έκφρ. άνθρωπος της ευσεβείας = ιερωμένος:
- (Ασσίζ. 35816).
- 4) Φρ.
- α) γυρίζω κάπ. στην ευσέβεια = εκχριστιανίζω κάπ.:
- (Διγ. O 1042)·
- β) στρέφομαι εις την ευσέβειαν = εγκαταλείπω τα εγκόσμια, κλείνομαι σε μοναστήρι:
- (Ασσίζ. 36511).
- α) γυρίζω κάπ. στην ευσέβεια = εκχριστιανίζω κάπ.:
[αρχ. ουσ. ευσέβεια. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευσέβεια, θεοσέβεια: