Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευρύχωρος, επίθ.
-
- α) Εκτεταμένος, πλατύς, άνετος:
- η ευρύχωρος θάλασσα και μεγάλη (Φορτουν. Αφ. 59)·
- την Μέσην οδόν της Πόλεως, την πλατείαν και ευρύχωρον διερχόμεθα (Σφρ., Χρον. 8012)·
- β) μεγάλος:
- ιστία ευρύχωρα (Δούκ. 4175).
[αρχ. επίθ. ευρύχωρος. Η λ. και σήμ.]
- α) Εκτεταμένος, πλατύς, άνετος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευρύχωρος -η -ο [evríxoros] Ε5 : (για χώρο) που έχει αρκετά μεγάλες διαστάσεις, ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες για τις οποίες προορίζεται. ANT στενόχωρος1: Σχολεία με ευρύχωρες αίθουσες και αυλές. Ευρύχωρη ντουλάπα. Ευρύχωρο αυτοκίνητο. || Ευρύχωρα ρούχα / παπούτσια, αρκετά φαρδιά και άνετα.
ευρύχωρα ΕΠIΡΡ: Στο καινούριο σπίτι είμαστε ~, έχουμε ευρυχωρία. [λόγ. < αρχ. εὐρύχωρος]