Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευρύχωρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευρύχωρα, επίρρ.
  • Άφθονα, πλουσιοπάροχα:
    • έδιδε το νερόν εις όλην την χώραν ευρύχωρα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 224r).

[<επίθ. ευρύχωρος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες