Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευρύνω [evríno] -ομαι Ρ8.1 : 1.(λόγ.) κάνω κτ. πλατύ, φαρδύ ή πλατύτερο· πλαταίνω. 2. (μτφ.) διευρύνω, επεκτείνω κτ. (συνήθ. βελτιώνοντάς το)· πλαταίνω: ~ τον κύκλο των γνώσεών μου / τους πνευματικούς μου ορίζοντες.
[λόγ. < αρχ. εὐρύνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευρύνω.
-
- Πλαταίνω, ανοίγω:
- ευρύνεις μοι τας σας φλέβας της ευπορίας (Γλυκά, Στ. Β´ 95).
[αρχ. ευρύνω. Η λ. και σήμ.]
- Πλαταίνω, ανοίγω: