Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευρώ το [evró] Ο (άκλ.) : το ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[λόγ. < γαλλ. euro < σύντμ. της λ. Εuro(pe) = Ευρώ(πη) (ορθογρ. δαν.)]
- ευρω- [evro] : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά που έχουν ως β' συνθετικό κάποια λέξη, ελληνικής ή και ξένης προέλευσης· (πρβ. γιουρο-): α. με αναφορά στην Ευρώπη, στον ευρωπαϊκό χώρο: ~μπάσκετ. || στη δυτική Ευρώπη: ~κομμουνισμός, ~σοσιαλισμός. β. συχνότερα με αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ~βουλευτής, ~κοινοβούλιο.
[λόγ. < διεθ. euro- < αρχ. Εὐρώ(πη) ως α' συνθ.: ευρω-κράτης < γαλλ. eurocrate (κατά το techno-crate = τεχνο-κράτης), ευρω-δολάριο < αγγλ. eurodollar]
- ευρωβουλευτής ο [evrovuleftís] Ο7 θηλ. ευρωβουλευτής [evrovuleftís] & ευρωβουλευτίνα [evrovuleftína] Ο26 : μέλος του ευρωκοινοβουλίου.
[λόγ. ευρω- + βουλευτής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ευρωβουλευτ(ής) -ίνα]
- ευρωβουλή η [evrovulí] Ο29 : το ευρωκοινοβούλιο.
[λόγ. ευρω- + βουλή μτφρδ. Εuropean parliament]
- ευρωδολάριο το [evroδοlário] Ο40 : συνάλλαγμα σε δολάρια των HΠA που είναι κατατεθειμένα σε ευρωπαϊκές τράπεζες.
[λόγ. < αγγλ. euro dollar < euro- = ευρω- + dollar = δολάριο]
- ευρωεκλογές οι [evroeklojés] Ο29 : οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του ευρωκοινοβουλίου: H επικείμενες ~ είναι αναπόφευκτο ότι θα έχουν ιδιαίτερη πολιτική σημασία.
[λόγ. ευρω- + εκλογές]
- ευρωκοινοβούλιο το [evrokinovúlio] Ο40 : κοινοβούλιο που αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[λόγ. ευρω- + κοινοβούλιο μτφρδ. Εuropean parliament]
- ευρωκομμουνισμός ο [evrokomunizmós] Ο17 : (πολ.) πολιτικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, κατά τη δεκαετία του 1970, με αποκλίσεις από τη σκληρή ιδεολογική γραμμή των κομμουνιστικών κομμάτων της Aνατολικής Ευρώπης.
[λόγ. < αγγλ. euro-communism < euro- = ευρω- + communism = κομμουνισμός]
- ευρωπαΐζω [evropaízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι σαν Ευρωπαίος.
[λόγ. Ευρωπα(ίος) -ίζω]
- ευρωπαϊκός -ή -ό [evropaikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους Ευρωπαίους ή στην Ευρώπη ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: ~ πολιτισμός. Ευρωπαϊκή ιστορία. Ευρωπαϊκές γλώσσες. Ευρωπαϊκά κράτη / δάση / προϊόντα. Ευρωπαϊκή αρκούδα / χελώνα, που ζει στην Ευρώπη. Ευρωπαϊκοί χοροί, σε αντιδιαστολή προς τους ελληνικούς δημοτικούς χορούς ή τους χορούς της Aνατολής. Ευρωπαϊκή μουσική, τα ελαφρά τραγούδια, όχι τα λαϊκά ή τα δημοτικά. Ευρωπαϊκή Ένωση, οργανισμός κρατών της Ευρώπης που συνεργάζονται στενότατα στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και έχουν ως απώτερο στόχο την ενοποίησή τους. || (ειδικότ.) που αναφέρεται στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα. Tο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή. H κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. 2. ως συνώνυμο άριστης ποιότητας: H θεατρική παράσταση ήταν ευρωπαϊκού επιπέδου. Προϊόντα με ευρωπαϊκή τελειότητα / κομψότητα.
ευρωπαϊκά ΕΠIΡΡ: Ήταν ντυμένος ~. [λόγ. Ευρωπα(ίος) -ικός]