Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευρυ
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρυ- [evri] & ευρύ- [evrí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες, συχνά λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· προσθέτει την έννοια του εύρους, πλάτους, σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ευρύχωρος· ~χωρία. || ~μαθής, ~μάθεια, πολυμαθής, πολυμάθεια· ~μέτωπος, ευρύστερνος, για άνθρωπο που έχει ευρύ, πλατύ μέτωπο, στέρνο· πλατυ-· συνήθ. ANT στενο-. || (ανατ., ιατρ.) ευρύγναθος· ~αγγεία, ~γναθία· ~γώνιος, με αναφορά σε γωνία μεγάλου εύρους.

[λόγ. < αρχ. εὐρυ- θ. του επιθ. εὐρύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. εὐρύ-χωρος, εὐρύ-στερνος & διεθ. eury- < αρχ. εὐρυ-: ευρύ-γναθος < γαλλ. eurygnathe & μτφρδ.: ευρυ-γώνιος < γερμ. weitwinkel ή γαλλ. grand-angulaire]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρυαγγεία η [evriangía] Ο25 (κυρ. πληθ.) : (ιατρ.) διεύρυνση των επιφανειακών αγγείων· (πρβ. φλεβίτσες).

[λόγ. ευρυ- + αγγε(ίον) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
ευρυγάστωρ, επίθ.
  • Που έχει μεγάλη κοιλιά:
    • Όντως ο Παύλος λίχνος τις, όντως ευρυγάστωρ (Γλυκά, Αναγ. 311).

[μτγν. επίθ. ευρυγάστωρ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρυγώνιος -α -ο [evriγónios] Ε6 : (φυσ.) ~ φακός, στον οποίο η γωνία του φάσματος έχει μεγάλο εύρος.

[λόγ. ευρυ- + γωνί(α) -ος μτφρδ. γερμ. weitwinkel ή γαλλ. grand-angulaire]

[Λεξικό Κριαρά]
εύρυθμα, επίρρ.
  • Με ρυθμό:
    • την λύρα εις το χέρι του … πιάνει κι εσήμαινενε εύρυθμα (Διγ. O 2435).

[<αρχ. επίθ. εύρυθμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρυθμία η [evriθmía] Ο25 : η ιδιότητα του εύρυθμου, ο ομαλός ρυθμός, κυρίως στη λειτουργία ενός οργανισμού και μτφ.

[λόγ. < αρχ. εὐρυθμία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εύρυθμος -η -ο [évriθmos] Ε5 : για κτ. που γίνεται με ομαλό ρυθμό, συνήθ. εύρυθμη λειτουργία, ομαλή: H εύρυθμη λειτουργία της καρδιάς. Mε το σωστό προγραμματισμό εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. εύρυθμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. εὔρυθμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρυμάθεια η [evrimáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευρυμαθούς, η ευρύτητα των γνώσεων· (πρβ. πολυμάθεια): Είναι άνθρωπος με μεγάλη ~ αλλά και με μεγάλο βάθος γνώσεων.

[λόγ. ευρυμαθ(ής) -εια κατά το πολυμάθεια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρυμαθής -ής -ές [evrimaθís] Ε10 : (λόγ.) που έχει πολλές γνώσεις σε πολλούς τομείς, που έχει ευρύτητα γνώσεων· (πρβ. πολυμαθής).

[λόγ. ευρυ- + -μαθής κατά το πολυμαθής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευρυμέτωπος -η -ο [evrimétopos] Ε5 : (λόγ.) που έχει πλατύ μέτωπο· πλατυμέτωπος.

[λόγ. < αρχ. εὐρυμέτωπος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες