Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευρετικός -ή -ό [evretikós] Ε1 : α.(σπάν.) που έχει την ικανότητα να επινοεί κτ. νέο, πρωτότυπο. β. (ως ουσ.) η ευρετική, επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την αναζήτηση και συγκέντρωση νέων πηγών, για τη μελέτη μιας επιστήμης και ειδικότερα της ιστορίας.
[λόγ.: α: αρχ. εὑρετικός `που εφευρίσκει΄· β: σημδ. γερμ. heuristisch < αρχ. εὑρίσ(κω) -tisch = -τικός]