Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευρεσιτεχνία η [evresitexnía] Ο25 : εφεύρεση τεχνικού οργάνου, μέσου ή μεθόδου που μπορεί να έχει βιομηχανική εφαρμογή: H μηχανή για τη συλλογή της ελιάς είναι ελληνική / γερμανική ~. Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο επίσημος τίτλος με τον οποίο παραχωρείται στον εφευρέτη το δικαίωμα της αποκλειστικής εμπορικής εκμετάλλευσης της εφεύρεσής του, για ορισμένο χρονικό διάστημα· πατέντα.
[λόγ. εύρεσι(ς) + τέχν(η) -ία]