Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπρόσωπος -η -ο [efprósopos] Ε5 : που δημιουργεί καλή εντύπωση χάρη στο καλό ποιοτικό του επίπεδο: H εμφάνιση των αθλητών μας στους διεθνείς αγώνες δεν ήταν εντυπωσιακή, ήταν όμως ευπρόσωπη. Tα κτίρια που στεγάζουν τις δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να είναι ευπρόσωπα.
[λόγ. < αρχ. εὐπρόσωπος `με χαμογελαστό πρόσωπο, απατηλός΄]