Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπρέπεια η [efprépia] Ο27 : η ιδιότητα του ευπρεπούς (κυρ. στη σημ. 1), συμπεριφορά ή εξωτερική εμφάνιση σύμφωνη με τους τύπους της κοινωνικής ευγένειας και της κοινωνικής ηθικής: Δεν είχε την ~ να ζητήσει συγγνώμη, ευγένεια. ANT απρέπεια. H ~ δε μου επιτρέπει να κυκλοφορώ με κουρέλια, αξιοπρέπεια. Είναι ντυμένος με ~, κόσμια, σεμνά.
[λόγ. < αρχ. εὐπρέπεια `καλή εμφάνιση΄ κατά τη σημ. της λ. ευπρεπής]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευπρέπεια η.
-
- α) Ομορφιά:
- ευπρέπειαν των λίθων και μαργάρων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 669)·
- β) μεγαλοπρέπεια:
- Ναόν τον Σολομώντειον τις να εγκωμιάσει; Αυτή (ενν. η Αγία Σοφία) εις την ευπρέπειαν τον είχεν απεράσει (Ιστ. Βλαχ. 2470)·
- γ) κοσμιότητα, ευπρέπεια:
- δούλη και μήτηρ του Θεού … σκεύος τιμής και ευπρέπειας (Σκλέντζα, Ποιήμ. 713)·
- δ) κόσμημα (μεταφ.), καύχημα:
- να λάμψει … η δόξα κι η ευπρέπεια της χριστιανοσύνης (Ιστ. Βλαχ. 2448).
[αρχ. ουσ. ευπρέπεια. Η λ. και σήμ.]
- α) Ομορφιά: