Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπιστία η [efpistía] Ο25 : η ιδιότητα του εύπιστου, έλλειψη κάθε επιφυλακτικότητας και αμφιβολίας για ό,τι ακούει κάποιος αφελής συνήθ. άνθρωπος. ANT δυσπιστία: Οι απατεώνες εκμεταλλεύονται την ~ των μικρών παιδιών και των αμόρφωτων ανθρώπων.
[λόγ. < ελνστ. εὐπιστία `ευσεβής πίστη΄ κατά τη σημ. του εύπιστος]