Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπατρίδης ο [efpatríδis] Ο10 : 1.(ιστ.) στην αρχαία Aθήνα, πολίτης που ανήκε στην ανώτερη από τις τρεις κοινωνικές τάξεις. 2. χαρακτηρισμός ατόμου που συνδυάζει την αριστοκρατική καταγωγή με την ευγένεια του χαρακτήρα και με την πνευματική καλλιέργεια.
[λόγ.: 1: αρχ. εὐπατρίδης· 2: σημδ. γαλλ. gentilhomme]