Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπαρουσίαστος -η -ο [efparusíastos] Ε5 : ΣYN εμφανίσιμος. 1. (για πρόσ.) που έχει καλή εξωτερική εμφάνιση, καλό παρουσιαστικό (καλή σωματική διάπλαση, επιμελημένο ντύσιμο, χτένισμα κτλ.), έτσι ώστε η παρουσία του να δημιουργεί ευχάριστη εντύπωση: Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφη, είναι όμως πολύ ευπαρουσίαστη. Είναι πάντα ~, δεν εμφανίζεται ποτέ ατημέλητος. 2. για κτ. που έχει τη σφραγίδα της φροντισμένης δουλειάς, της καλής ποιότητας και του καλού γούστου: Tο σπίτι του δεν είναι κανένα ανάκτορο, είναι όμως πολύ ευπαρουσίαστο. Tο γλυκό δε μου πέτυχε πολύ, δεν είναι πολύ ευπαρουσίαστο. || (προφ.): Ήταν μια ευπαρουσίαστη παράσταση, ευπρόσωπη.
[λόγ. ευ- παρουσιασ- (παρουσιάζω) -τος]