Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπαθής -ής -ές [efpaθís] Ε10 : 1α.(για άνθρ. ή για ζώο) που προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες: Οι ηλικιωμένοι είναι ευπαθή άτομα. Έχει ευπαθή υγεία, ευαίσθητη. || (ως ουσ.): H γρίπη είναι επικίνδυνη για τους ευπαθείς. β. για κτ. που απαιτεί πολύ κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί ή για να διατηρηθεί, που είναι ευαίσθητο: Tα γεράνια δεν είναι ευπαθή φυτά, αντίθετα είναι πολύ ανθεκτικά στο κρύο και στη ζέστη. Οι φράουλες είναι ευπαθή φρούτα. 2. για κτ. που απαιτεί προσεκτικούς και λεπτούς χειρισμούς, για να λειτουργεί σωστά και για να μην παρουσιάζει εύκολα βλάβες: Tα πολύπλοκα ηλεκτρονικά όργανα είναι πολύ ευπαθή, ευαίσθητα. || (μτφ.): Ο τομέας του εξωτερικού εμπορίου είναι ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐπαθής, αρχ. σημ.: `που επηρεάζεται εύκολα΄]