Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευπάθεια η [efpáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευπαθούς, η ευαισθησία. 1α. μειωμένη αντίσταση του οργανισμού στις ασθένειες: Έχει ~ στα κρυολογήματα / στα αυτιά. Xρειάζεται προσοχή, όταν υπάρχει ~. β. μειωμένη αντίσταση που παρουσιάζει κτ. στις δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος: H ~ των οπωροκηπευτικών απαιτεί την ταχεία διακίνησή τους. 2α. το μειονέκτημα που έχει ένα όργανο, μια μηχανή κτλ., να παρουσιάζει εύκολα βλάβες. β. (μτφ.) αυξημένος κίνδυνος δυσλειτουργίας που παρουσιάζει κάποιος τομέας δραστηριότητας.
[λόγ. < ελνστ. εὐπάθεια, αρχ. σημ.: `άνεση΄]