Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευοδώνω [evoδóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : για εγχείρημα που έχει ομαλή εξέλιξη και αίσια έκβαση: Ελπίζουμε να ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις. Εύχομαι να ευοδωθούν τα σχέδιά σου. Ο Θεός ας ευοδώσει τις προσπάθειές σου.
[λόγ. < ελνστ. εὐοδ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `βοηθώ καθ΄ οδόν΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευοδώνω· βγοδώνω· βοδώνω· ευγοδώνω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Κατευοδώνω κάπ.:
- η ευκή μου μετά σας να ’ναι να σας βγοδώνει (Φορτουν. Ιντ. δ´ 177)·
- β) στέλνω κ.:
- απήτις την απόγραψε (ενν. την επιστολή), … προς τον Δάρειον γλήγορα την βγοδώνει (Αλεξ. 762).
- α) Κατευοδώνω κάπ.:
- 2)
- α) Πετυχαίνω κ.:
- για να μπορούν τό θέλουσι καλά να το βοδώσου (Δεφ., Σωσ. 90)·
- β) κατορθώνω, καταφέρνω· μπορώ:
- και ουκ ευόδωσεν ποσώς τίποτα να ποιήσει ωσότου εβαρέθηκεν (Χρον. Τόκκων 3272).
- α) Πετυχαίνω κ.:
- 3)
- α) Ετοιμάζω, τακτοποιώ:
- ανίσως κι εκατάστεσε κι εβγόδωσε τα ρούχα, να ξεγνοιαστώ από λόγου τως (Φορτουν. Ε´ 5)·
- β) (μεταφ.):
- καλά την έχω βγοδωμένη (ενν. την πεθυμιά σου) (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β´ 113).
- α) Ετοιμάζω, τακτοποιώ:
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) προφταίνω:
- Αλέξανδρος εβιάζετον ως διά να βοδώσει, ηθέλησε τον Δάρειον στη χώρα να τον σώσει (Αλεξ. 1331).
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Φτάνω με το καλό:
- τότες ευγοδώθηκεν ο νιος αρματωμένος (Ch. pop. 712 κριτ. υπ. (χφ ‑κει)).
- 2) Είμαι τακτοποιημένος, ευημερώ:
- την Βαβυλωνιά χώρα τη βοδωμένη (Αλεξ. 2859).
- 3) (Απρόσ.) «βγαίνει» κ. αληθινό, επαληθεύεται κ.:
- τάσσω σου κι εβγοδώθη (Πανώρ. Β´ 14).
- 1) Φτάνω με το καλό:
[αρχ. ευοδόω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.