Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευνοϊκός -ή -ό [evnoikós] Ε1 : που ευνοεί κπ. ή κτ. ANT δυσμενής. 1. για κτ. που εξυπηρετεί, υποβοηθεί ή συμφέρει κπ. ή κτ.: Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για τα σχέδιά μας. H παρέμβασή του δε θα είναι ευνοϊκή για μας. Συνάπτω δάνειο με ευνοϊκούς όρους. Ευνοϊκά σχόλια, ευμενή, θετικά. || Φύσηξε ~ άνεμος, ούριος. 2. για κπ. που εκδηλώνει τη διάθεση να βοηθήσει, να υποστηρίξει κπ. ή κτ.: Οι αρμόδιοι είναι ευνοϊκοί απέναντί μας / απέναντι στο αίτημά μας.
ευνοϊκά ΕΠIΡΡ: Yποσχέθηκε ότι θα αντιμετωπίσει ~ την υπόθεσή μας. Είναι ~ διατεθειμένος απέναντί μου. [λόγ. < αρχ. εὐνοϊκός]