Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευνουχίζω [evnuxízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(κυρίως για άτομο αντρικού φύλου) αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες, με αποτέλεσμα τη στειρότητα και την απώλεια των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου. || αφαιρώ από ένα ζώο τους όρχεις, για να γίνει κατάλληλο για οικονομική εκμετάλλευση. 2. (μτφ., μειωτ.) αφαιρώ από κπ. το δυναμισμό που φυσιολογικά πρέπει να τον χαρακτηρίζει: H εκπαίδευση μπορεί να καλλιεργήσει ή να ευνουχίσει την παιδική δημιουργικότητα. Λαός ευνουχισμένος και ανίκανος να αντιδράσει.
[λόγ. < ελνστ. εὐνουχίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευνουχίζω· μουνουχίζω.
-
- Ευνουχίζω:
- εμέναν δεν με μουνουχίζεις (Μπερτολδίνος 148).
[μτγν. ευνουχίζω. Ο τ. στο Meursius (μουνουχίσειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Ευνουχίζω: