Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευνοήτως, επίρρ.
-
- Με σκοπό την ευκολότερη κατανόηση· σκόπιμα:
- Την διήγησιν Ομήρου μεταθέσας ευνοήτως από την αρχήν εις τέλος (Ερμον. Πρόλ. 2).
[<επίθ. ευνόητος. Η λ. στο Steph.]
- Με σκοπό την ευκολότερη κατανόηση· σκόπιμα: