Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευμάλακτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευμάλακτος, επίθ.
  • Που μαλάσσεται με ευκολία, μαλακός:
    • Σαρκοκόλλης ευμαλάκτου (Ιερακοσ. 48519).

[μτγν. επίθ. ευμάλακτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευμάλακτος -η -ο [evmálaktos] Ε5 : (λόγ.) α. που μαλάσσεται εύκολα. β. (μτφ.) που διαμορφώνεται εύκολα με τη διαπαιδαγώγηση· εύπλαστος2.

[λόγ. < ελνστ. εὐμάλακτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες