Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευλογώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευλογώ [evloγó] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. ευλογημένος* : 1.(εκκλ.) α. (για το Θεό) δίνω τη θεία χάρη, παρέχω τη θεία προστασία: Ο Θεός ευλογεί τους πιστούς. (ευχή) ο Θεός να σε ευλογεί. β. (για κληρικό) ζητώ να δώσει ο Θεός τη θεία χάρη στους πιστούς, μέσο των ιερών μυστηρίων ή ακολουθιών ή με τη συμβολική κίνηση των τριών δακτύλων του δεξιού χεριού: Ο ιερέας ευλόγησε τους άρτους / σήκωσε το χέρι και ευλόγησε τα παιδιά. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τα όπλα των Ελλήνων αγωνιστών. || ~ το γάμο, τελώ το μυστήριο του γάμου: Ο επίσκοπος ευλόγησε τους γάμους τους. Ο γάμος τους ευλογήθηκε από την εκκλησία. ΠAΡ έκφρ. (ο παπάς πρώτα) ευλογάει τα γένια* του. 2. (για πρόσωπο ηλικιωμένο και σεβαστό) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου, κυρίως σε περιστάσεις ιδιαίτερες, εξαιρετικές: H μητέρα πεθαίνοντας κάλεσε τα παιδιά της και τα ευλόγησε. 3. (για να εκφράσω με έμφαση τα συναισθήματά μου). ANT καταριέμαι. α. ευγνωμονώ κπ.: ~ τους γονείς μου που με έμαθαν να αγωνίζομαι. || (για το Θεό) δοξάζω, υμνολογώ: Ευλογείτε το όνομα του Kυρίου. β. για να υπογραμμίσω τη σπουδαιότητα που είχε κτ. στην ευτυχή εξέλιξη μιας κατάστασης: ~ την ώρα που σε γνώρισα. Nα ευλογείς που δε συνέβη τίποτε χειρότερο.

[λόγ. < ελνστ. εὐλογῶ, αρχ. σημ.: `τιμώ το θεό΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ευλογώ· βλογώ· βλοώ.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Δίνω ευχή, ευλογώ:
        • Εσένα σε ευλόγησαν οι άγιοι πατέρες (Ιστ. Βλαχ. 2413
        • βλόγησε, Κύριε, το πλούτος του (Πεντ. Δευτ. ΧΧΧΙΙΙ 11
        • Εκάλεσε τ’ αγγόνια του εκείνα να βλογήσει (Χούμνου, Κοσμογ. 1987
        • (με σύστ. αντικ.):
          • (Πεντ. Δευτ. XV 4).
      • 2) Δοξάζω, υμνώ:
        • Όταν … τ’ όνομάν του ευλόγας, ως λυτρωτήν αμαρτωλών παντού τον ομολόγας (Σκλέντζα, Ποιήμ. 131).
      • 3) Ευλογώ γάμο, παντρεύω, στεφανώνω:
        • (Πανάρ. 7832
        • άνδρα να μου βλογήσεις (Ιμπ. (Legr.) 327).
      • 4) Ευχαριστώ:
        • (Πεντ. Έξ. ΧΙΙ 32).
    • Β´ (Αμτβ.) δίνω ευχή, ευλογία, ευλογώ:
      • να βλογούν εις το όνομα του Κύριου (Πεντ. Δευτ. ΧΧΙ 5).
  • II. (Μέσ.) παντρεύομαι:
    • ο γενναίος την κόρην ευλογήθηκεν (Διγ. Z 2244).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1)
      • α) Ευλογημένος (από το Θεό):
        • ευλογημένος ο Αβραάμ εις Θεόν υψηλόν (Πεντ. Γέν. XIV 19
      • β) κατ’ ευφημισμόν αντί «καταραμένος»:
        • η ευλογημένη ακρίδα … ήρτεν εις την Κύπρον (Μαχ. 6028).
    • 2) Δοξασμένος:
      • ευλογημένος Θεός υψηλός (Πεντ. Γέν. XIV 20).

[αρχ. ευλογέω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ευλόγως, επίρρ.
  • 1) Με τη λογική:
    • καθ’ ων των αυτού ρημάτων … αντιρρησόμεθα ευλόγως (Ψευδο-Σφρ. 15221).
  • 2) Δικαιολογημένα:
    • ος και αποτυχών ευλόγως δήθεν παρανομείν και μετ’ αδείας, εμοίχευεν αυτήν (Ιστ. πολιτ. 399).

[αρχ. επίρρ. ευλόγως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες