Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευλογητός, επίθ.
-
- Που αξίζει την ευλογία, τον έπαινο· ευλογημένος:
- γιγνώσκω γαρ ευλογητόν δρόμον τον εδικόν σας (Αχέλ. 1107).
- Το ουδ. ως ουσ. = (εκκλ.) η απαγγελία των εναρκτήριων προσευχών της λειτουργίας:
- ώρα δε του εσπερινού έκαμαν ευλογητόν κατά την τάξιν (Ιστ. πατρ. 19111)·
- Περί καθηρημένων, ότι ευλογητόν δεν κάμνουν (Βακτ. αρχιερ. 158).
[μτγν. επίθ. ευλογητός. Η λ. κοιν. και τ. σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. *βλογ-, Κριαρ.)]
- Που αξίζει την ευλογία, τον έπαινο· ευλογημένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευλογητός -ή -ό [evlojitós] Ε1 : (κυρ. εκκλ.) ευλογημένος: ~ ο Θεός. || (ως ουσ.) το ευλογητό, ο ευλογητός, η έναρξη κάποιας ακολουθίας που αρχίζει με το «Ευλογητός ο Θεός». ΦΡ βάζω το ευλογητό, αρχίζω την ακολουθία: Ο παπάς έβαλε το ευλογητό.
[λόγ. < ελνστ. εὐλογητός]