Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευλογητικός, επίθ.· βλογητικός· βλοητικός.
-
- Ευλογημένος με γάμο, νόμιμος (σύζυγος ή παιδί):
- δος μου την θυγατέρα σου γυνή βλογητική μου (Διγ. O 1653)·
- ειδέ και αποθάνει ο υιός μου χωρίς να κάμει παιδίν ευλογητικόν … (Διαθ. Ακοτ. 147).
- Το θηλ. ως ουσ. = η σύζυγος:
- (Ευγέν. 798).
[<ευλογώ + κατάλ. ‑τικός. Η λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. βλογ‑). Η λ. τον 8.-9. αι. (LBG)]
- Ευλογημένος με γάμο, νόμιμος (σύζυγος ή παιδί):