Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευλογία η [evlojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ευλογώ. 1α. (εκκλ.) ευχή που κάνει ο κληρικός για να μεταδοθεί η θεία χάρη στους πιστούς: Ο Πατριάρχης έδωσε την ~ του στο εκκλησίασμα. Nα έχεις την ~ του Θεού, την προστασία. ANT κατάρα. Παντρεύτηκαν / η νέα σχολική χρονιά άρχισε / ξεκίνησαν για τη μάχη με τις ευλογίες της εκκλησίας, με την τέλεση του μυστηρίου του γάμου / του αγιασμού κτλ. (έκφρ.) με τις ευλογίες, με την έγκριση, συνήθ. ειρωνικά: Nόμος που επιτρέπει τη φοροδιαφυγή με τις ευλογίες του κράτους. || ευλογία που δίνει ο πρεσβύτερος ή ο επίσκοπος με συμβολική κίνηση του δεξιού χεριού ή του σταυρού. β. ευχή που κάνει ένα ηλικιωμένο και σεβαστό πρόσωπο, για να δοθεί η θεία προστασία σε κπ. νεότερο. ANT κατάρα: Έχει την ~ των γονιών του. 2. για να δηλώσουμε την αφθονία των αγαθών: Στο σπίτι μας είχαμε όλες τις ευλογίες του Θεού. || για κπ. ή για κτ. που είναι πηγή ευτυχίας, χαράς: Tα καλά παιδιά είναι ~ (Θεού). Tα δάση είναι ~ για τους κατοίκους των πόλεων.
[λόγ. < ελνστ. εὐλογία, αρχ. σημ.: `έπαινος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευλογιά η [evlojá] Ο24 : (ιατρ.) εξανθηματική, λοιμώδης, επιδημική, ιογενής νόσος που έχει ως χαρακτηριστικό σύμπτωμα πυώδεις φλύκταινες σε όλο το σώμα, οι οποίες αφήνουν, κυρίως στο πρόσωπο, βαθιές ουλές: Ο δαμαλισμός είναι εμβολιασμός κατά της ευλογιάς. || (ζωολ.) παρόμοια ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα: ~ των προβάτων / των χοίρων.
[λόγ. < μσν. ευλογιά < ευλογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (ευφ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευλογία η· ευλογιά.
-
- 1) Ευλογία:
- εγύρισεν ο Κύριος ο Θεός σου εσέν τη κατάρα εις ευλογιά (Πεντ. Δευτ. ΧΧΙΙΙ 6)·
- ευλογίαν έλαβεν από τον πατριάρχην (Αρσ., Κόπ. διατρ. [398]· Ιστ. Βλαχ. 159).
- 2) Ευμενής διάθεση του Θεού που φέρνει αγαθά:
- ήτον ευλογιά του Κύριου εις όλο ος είναι αυτουνού εις το σπίτι και εις το χωράφι (Πεντ. Γέν. ΧΧΧΙΧ 5).
- 3) Φαγητό ή ποτό που δίνει ο ηγούμενος στους μοναχούς αφού το ευλογήσει:
- (Προδρ. IV 137).
- 4) Γάμος:
- (Αχιλλ. L 1135).
- 5) Φρ. λαμβάνω κάπ. εις ευλογίαν = παντρεύομαι κάπ.:
- (Ασσίζ. 1281).
- 6) Λοιμώδης εξανθηματική αρρώστια:
- (Συναδ. φ. 27v).
[αρχ. ουσ. ευλογία. Ο τ. στο Somav. ( ‑ιαίς) και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ευλογία: