Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευλαβής -ής -ές
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ευλαβής, επίθ.
  • α) Ευσεβής, θεοσεβής:
    • μεσίτας ευλαβείς Θεού τε και ανθρώπου (Ιστ. Βλαχ. 1776
  • β) (στον υπερθ. ως τιμητικός τίτλος) σεβάσμιος:
    • τον ευλαβέστατον πρωτοπαπά (Σουμμ., Ρεμπελ. 178).

[αρχ. επίθ. ευλαβής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευλαβής -ής -ές [evlavís] Ε10 : για κπ. που εκδηλώνει συναισθήματα τιμής, λατρείας και ταπείνωσης προς το Θεό ή προς κτ. πολύ σεβαστό, ιερό· ευλαβικός1. ANT ανευλαβής: ~ προσκυνητής. (λόγ.) ευλαβώς ΕΠIΡΡ με ευλάβεια, ευλαβικά.

[λόγ. < ελνστ. εὐλαβής, αρχ. σημ.: `προσεχτικός΄· λόγ. < αρχ. εὐλαβῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες