Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευλάβεια η [evlávia] Ο27 : έκφραση τιμής, λατρείας και ταπείνωσης προς το θείο ή προς κτ. που θεωρείται ιερό. ANT ανευλάβεια: Εκκλησάκια, δείγματα της ευλάβειας του λαού. Στάθηκε με ~ μπροστά στον τάφο του πατέρα του. Παρακολούθησε τη Θεία Λειτουργία με (θρησκευτική) ~. (έκφρ.) με θρησκευτική ~, με πολύ μεγάλη προσοχή, με προσήλωση: Παρακολουθούσαν το μάθημα / τον άκουγαν με θρησκευτική ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐλάβεια, αρχ. σημ.: `προσοχή΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευλάβεια η· ευλαβειά.
-
- α) Ευλάβεια, σεβασμός:
- όλον το στράτευμα … εστάθηκεν με ορδινιά κι ευλάβεια μεγάλη και αμιράς επέρασεν (Διγ. O 1186)·
- β) ευσέβεια, φόβος Θεού:
- με φόβον και ευλάβειαν κάμε δοξολογίαν (Ιστ. Βλαχ. 1630).
[αρχ. ουσ. ευλάβεια. Η λ. και σήμ.]
- α) Ευλάβεια, σεβασμός: