Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκταίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκταίος -α -ο [efktéos] Ε4 : (λόγ.) για κτ. που εύχεται κανείς να συμβεί, για κτ. που είναι επιθυμητό. ANT απευκταίος: H λύση που δόθηκε στην υπόθεσή μας δεν ήταν η ευκταία. Είναι ευκταίο / θα ήταν ευκταίο να αποφύγουμε τις συγκρούσεις. || (ως ουσ.) το ευκταίο: Δεν πετύχαμε το ευκταίο, αποφύγαμε όμως το απευκταίο.

[λόγ. < αρχ. εὐκταῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες