Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευκταίος -α -ο [efktéos] Ε4 : (λόγ.) για κτ. που εύχεται κανείς να συμβεί, για κτ. που είναι επιθυμητό. ANT απευκταίος: H λύση που δόθηκε στην υπόθεσή μας δεν ήταν η ευκταία. Είναι ευκταίο / θα ήταν ευκταίο να αποφύγουμε τις συγκρούσεις. || (ως ουσ.) το ευκταίο: Δεν πετύχαμε το ευκταίο, αποφύγαμε όμως το απευκταίο.
[λόγ. < αρχ. εὐκταῖος]