Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευκρίνεια η [efkrínia] Ο27 : η ιδιότητα του ευκρινούς. 1. η καθαρότητα της εικόνας ή του ήχου: Δεν μπορώ να διακρίνω / να ακούσω με απόλυτη ~. || (ηλεκτρον.): Tηλεόραση υψηλής ευκρίνειας. 2. (μτφ.) σαφήνεια.
[λόγ. < αρχ. εὐκρίνεια]