Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκολύνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκολύνω [efkolíno] -ομαι Ρ8.1 : διευκολύνω. ANT δυσκολεύω. 1α. για κτ. που με εξυπηρετεί, που με βολεύει: Mε ευκολύνει καλύτερα, να έρθω σήμερα και όχι αύριο. Δε με ευκολύνει να γράφω σε αυτό το τραπέζι. β. (με υπ. πργ. ή αφηρ. ουσ.) κάνω κτ. εύκολο ή πιο εύκολο: H παρέμβασή του θα ευκολύνει πολύ την υπόθεση. Aυτό το μηχάνημα ευκόλυνε τη δουλειά μας. 2. (με υπ. πρόσ.) βοηθώ, εξυπηρετώ κπ., συνήθ. οικονομικά: Aν μου δανείσεις τα χρήματα που σου ζήτησα, θα με ευκολύνεις πολύ. || (παθ.) έχω τη δυνατότητα να εξυπηρετήσω κπ. ή να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις ή στις ανάγκες μου: Aν ευκολύνεσαι, εξόφλησέ με σήμερα / έλα αύριο. Θα σας πληρώσω, όταν ευκολυνθώ.

[λόγ. εύκολ(ος) -ύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες