Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευκοιλιότητα η [efkiliótita] Ο28 : εντερική ανωμαλία που προξενεί συχνές και υδαρείς κενώσεις· διάρροια, ευκοίλια: Έχει / έπαθε / τον έπιασε ~.
[λόγ. < ελνστ. εὐκοιλιότης, αιτ. -ητα `που αναφέρεται στη διευκόλυνση των κενώσεων΄ κατά τη σημ. του ευκοίλιος1]