Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκοίλια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκοίλια η [efkília] Ο27 : η ευκοιλιότητα, η διάρροια: Έχει / έπαθε / τον έπιασε ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ευκοίλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες