Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευκαταφρόνητος -η -ο [efkatafrónitos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται ασήμαντο, ανάξιο λόγου, κυρίως σε προτάσεις που έχουν ή που ενέχουν άρνηση: Tο έργο κόστισε ένα χρηματικό ποσό όχι ευκαταφρόνητο. H πνευματική προσφορά του δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Θεωρείς ευκαταφρόνητο το έργο του;
[λόγ. < ελνστ. εὐκαταφρόνητος, αρχ. σημ.: `αξιοκαταφρόνητος΄]