Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκαταφρόνητος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευκαταφρόνητος -η -ο [efkatafrónitos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται ασήμαντο, ανάξιο λόγου, κυρίως σε προτάσεις που έχουν ή που ενέχουν άρνηση: Tο έργο κόστισε ένα χρηματικό ποσό όχι ευκαταφρόνητο. H πνευματική προσφορά του δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Θεωρείς ευκαταφρόνητο το έργο του;

[λόγ. < ελνστ. εὐκαταφρόνητος, αρχ. σημ.: `αξιοκαταφρόνητος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες