Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευκαρπία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευκαρπία η.
  • Αφθονία καρπών, καρποφορία·
    • (μεταφ.):
      • (Γλυκά, Στ. Β´ 94).

[αρχ. ουσ. ευκαρπία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες